- ψευδαισθητικός
- η , ό[ν] иллюзорный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψευδαισθητικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με την ψευδαίσθηση («ψευδαισθητικά φαινόμενα») 2. φρ. «χρόνια ψευδαισθητική ψύχωση» ιατρ. μορφή χρόνιας παραληρηματικής ψύχωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδαίσθηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Καιροί] … Dictionary of Greek
ψευδαισθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή προέρχεται ή αναφέρεται στην ψευδαισθησία, φανταστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολιακόφ, Σερζ — (Μόσχα 1906 – Παρίσι 1969). Ρώσος ζωγράφος. Εγκατέλειψε την πατρίδα του μετά την επανάσταση και γύριζε πρόσφυγας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ παράλληλα εργαζόταν σε διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα. Το 1923 φτάνοντας στο Παρίσι ενδιαφέρθηκε… … Dictionary of Greek